Τετάρτη 11 Ιουνίου 2008

Ποιήματα τινός της Τσακώνικης εκ των του Κλεάνθου Οικονόμου μετά της μεταφράσεως αυτών.


Α ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΣΙΚΟ ΓΟΝΝΙΑ Τ’ ΑΓΙΕ ΛΙΔΙΟΥ.

Ο Παπα τσ’α Παπαδία

Με τα πέντε σου κάμζια

καοημένοι τά Γοννία

έχουνται κηάρα παχειά

κχόρμπουα νία στάσια

κίντε τσαί φουσκονιλλιά

έχουνται τσ’ ένα καπόνι

στροντζυλέ σαν το πεπόνι

τασ’ τό τέντζερε νι’ εβράννι

τσ’ εκατσακαΐ να φάννη

έχουνται τσαί χιουρινέ

‘πιί νι’ εμποίκε φτατέ

νία σουγ’ ατ’ σηαιά γεμάτα

με τά στρίγγι για σαλάτα

το τραπέζι ετοιμάννη

τσ’ εκατσακαι να φάννη

γυούρε γυούρε τα καμζία

δίπα τα φωτογωνία

ο Παπα επροσκυνητσε

το τραπέζι ευογίτσε

τσαί ο πόλεμ’ αρχινίε

κατακίντε του γουλλίαι.

Η ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΦΩΛΙΑ ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΙΟΥ

Ο Παπάς και η Παπαδιά

με τα πέντε τους παιδιά

καθισμένοι στη γωνιά

είχανε παχειά φωτιά

κούτσουρα μιαν αγκαλιά

πίνανε και φασκομηλιά

είχανε και ένα καπόνι

στρογγυλό σαν το πεπόνι.

Εις τον τέντζερε το έβρασαν

Και κάθισαν να φάνε.

Είχανε και χοιρινόν

Που το έκαμαν ψητόν.

Μίαν σούβλαν μεγάλην, γεμάτην

Με την θρούμπην για σαλάταν.

Το τραπέζι ετοιμάσανε

Και εκαθήσαν να φάνε,

γύρω γύρω τα παιδιά

δίπλα στη φωτογονιά.

Ο Παπάς επροσκύνησε

το τραπέζι ευλόγισε

και ο πόλεμος ηρχισε

και εκαταπίνανε τις γουλιές!

ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ

Ω καουρεκοκιάερε καλέ χελιδονάτσι

τάν τζέα μοι εκάνερε να ποίερε κονάτσι

να φτιάσερ’ τα φωλλυάντυ, ν’ ανοίτσερε πουλάντζια

ωσά τσ’ ετύου ώμορφα χρυσά χελιδονάντζια.

Αλλ’ άλε μοι παρακαού, οπά τα ξενικεία

Πφούρ’ επεραΐρε τάσου τάν Αρακία ;

Τσι τόποι δά οράτσερε ;

Πετούντα πφούρ’ εζάτσερε ;

Χελ. Οι Γεραννοί με αγναί, τσαί τάνου τα φτερά σου

‘γγραΐα τα νυχάντζα μοι, τσαί απ’ τα ιουχάσου

ψυούχρε βατσούλι άρτετ’ έμα κίντε τάν πορεία

πφ’ ήγγι’ έχουντε του γούε σου, για ταν οδοιπορία

επεραΐα πέαγο άτ’ ε τσαί ερηνιά

τα’ εζάκαμ’ τσ’ εκατσάκαμε τάσου ταν Αρακία,

Ανθπήποι κατακούβανοι τσαί μελησσοί ωράκα

Τσαπόλυτοι ξεσκούφουτοι, τσαι ιόμασι σαν θράκα.

ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ

Ω! Καλώς ήλθες καλό χελιδονάκι

Στο σπίτι μου ήλθες να κάνεις

Να φτιάσης τη φωλιά σου, να ανοίξεις πουλάκια,

Ωσάν και ‘σένα εύμορφα χρυσά χελιδονάκια.

Αλλ’ ειπέ μου, παρακαλώ, εκεί στην ξενιτειά

Πώς επέρασες μέσα στην Αραπιά,

Και τι τόπους δα είδες;

Και πετώντας πώς επήγες;

Χελιδόνι: Οι Γερανοί μ’ επήρανε και πάνω στα πτερά των

‘κόλλησα τα νυχάκια μου, και από τα ράμφη των

ψυχρό νεράκι αρκετό επίναμε στο δρόμο

που είχανε στης γούσες των για την οδοιπορία.

Επέρασα πέλαγος τρανό καθώς και ερημιά

Και επήγαμε και εκαθήσαμε μέσα στην Αραπιά.

Ανθρώπους κατάμαυρος και μελισσόχροας είδα,

Ξυπόλυτους, ξεσκούφωτους, και ζέστη σαν ανθρακίαν.

ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΕ

Έζακα τασ’ τον καφενέ να ράου τς ‘νι ποίνται

Τσ’ έρεκα σοι μιτσοί τσ’ άτ οι καφέ , τσιγάρο κίντε

Άλλ’ είγκι κίντε ναργιλέ , τσ’ άλλοι φουσκονιλλιά

Τσαι άλλοι δίχουντε συχνά τσαι παίζουνται χαρκία

Σ’ ένα με τούρ άσοι σοι για πρέφα ‘κει μουντάρου

Τσ’ ο άλλε με τα φλότα σοι το α’ κεί κιαμάρου .

Φωνά, τσαι άλλητέ άτ’ έ καπνέ, τσαι δυσωδία

από τα χνούα τα περσά τσαι τα πολυλογία

έκει γιοματ’ ο καφενέ, οίμε ω δυστηχία

γκαρέν’ από τούρ’ άρχουντε όκι’ έχου ομιλία

ν’ αλλίωΐ για τα τσοινά πράμματα τα πατρίδα

ν’ αφίωΐ τα διαίρεσι π’ έκάνε σαν ακρίδα.

<<ώ αγαπηθούννι άλλοι να νυρίζωΐ σαν άνθη>>.

ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ

Επήγα μεσ’ στον καφενέ ίνα ιδώ τι κάμουν

Και ηύρα μεγάλους και μικρούς, καφέ, τσιγάρο πίναν

Αλλοι έπιναν ναργιλέ και άλλοι φασκομηλιά

Και άλλοι έβηχαν συχνά και έπαιζαν χαρτιά.

Ο ένας με τους άσσους του για πρέφα αγοράζων

Και ο άλλος με τα φλότα του το τρία του φωνάζων

Φωνές και θόρυβος πολύς, καπνός και δυσωδία

Από τα χνώτα τα πολλά και την πολυλογία

Πλήρης ήτο ο καφενές, οίμοι! Τι δυστυχία !

Κανείς από τους άρχοντες δεν είχε ομιλία

Να είπωσι δια τα κοινά πράγματα της πατρίδος

Να αφήσωσι την διαίρεσιν, που ήλθεν ως ακρίδα.

Ώ, Θεέ μου, φώτισέ τους να αφήσουνε τα πάθη

Να αγαπηθούνε όλοι να μυρίζουνε σαν άνθη.

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2008

Τσακωνικα Τραγουδια


Σου ειπα μανα

Σού ειπα μάνα, καλή μου μάνα
Σού ειπα μάνα, πάντρεψέ με
Σού ειπα μάνα, πάντρεψέ με
Σπιτονοικοκύρεψέ με

Και στα ξένα, καλή μου μάνα
Και στα ξένα μη με δώσεις
Και στα ξένα μη με δώσεις,
Μάνα θα το μετανιώσεις



Για' στα ξένα, καλή μου μάνα
Για' στα ξένα θ' αρρωστήσω
Για' στα ξένα θ' αρρωστήσω,
Μάνα θα πρωτομιλήσω.



Θα μιλήσω, καλή μου μάνα
Θα μιλήσω της κουνιάδας
Θα μιλήσω της κουνιάδας,
Και της πρώτης συννυφάδας



Θα μου πουν, καλή μου μάνα
Θα μου πουν πως δεν αδειάζω
Θα μου πουν πως δεν αδειάζω,
Και θα βαριαναστενάζω



Και θα στείλω, καλή μου μάνα
Και θα στείλω να σε φέρω
Και θα στείλω να σε φέρω,
Και δεν ξέρω που θα σ' εύρω



Η στον ποταμό, καλή μου κόρη
Η στον ποταμό θα πλένω,
Η στον ποταμό θα πλένω,
Η στη βρύση θα λευκαίνω.



Απατζά το Μαραθία
Απατζά, τσυρά Μαρούα Απέναντι, κυρά Μαρία

Απατζά το Μαραθία Απέναντι στο Μαραθιά
Απατζά το Μαραθία Απέναντι στο Μαραθιά
Τσ' ακατούσε τάν Ελία κι αποκάτω στην ελιά
Τσ' ακατούσε τάν Ελία κι αποκάτω στην ελιά
εξεχάτσε ταν κουνία εξέχασε τη στάμνα

Ζατσ' ο βού, τσυρά Μαρούα πήγε το βόδι, κυρά - Μαρία
Ζατσ' ο βού ταν Ελία πήγε το βόδι στην ελιά
Ζατσ' ο βού ταν Ελία πήγε το βόδι στην ελιά
Τα' εκατσούτσε ταν κουνία κι έσπασε τη στάμνα
Τσίντα βου', τσυρά Μαρούα Οδύρεται σκούζοντας η κυρά Μαρία,
Τ'σίντα, βούα α κακομοίρα Οδύρεται, σκούζει η κακομοίρα
'πού να ζάει τα μετσύα πώς να πάει στη μυτριά
'πι θα νι κιάσει με ταν πράνα που θα την πιάσει με την πράνα (κόπανο)
να νι ποι' όα κουβάνα να την κάνει κατάμαυρη (απ' το ξύλο).



Μια λυγερή

"Μια λυγερή καθότανε στον έλατο στη σέλα
και αγνάντευε την Τσακωνιά και του Πραστού το ρέμα,
την πήρε το παράπονο και κάθεται και κλαίει
και λέει τραγούδι θλιβερό και παραπονεμένο.
Πραστέ μου πού 'ναι οι πύργοι σου και πού 'ναι η αρχοντιά σου;"

Του δραμαλη

"Πουάντζα, 'πέτε, νέγγουντε, τθα Τσακονιά τα μέρη"
(Πουλάκια, πετάτε, ελάτε, στης Τσακονιάς τα μέρη).
'αλήτε χαιρεκίσματα οτσ' έμε τθο Τσιμπέρι
(να πήτε χαιρετίσματα ότ' είμαστε στο Κιβέρι):
-Τα σύνταχα θα φύτσουμε, θα ζάμε τθο Ντερβένι
(αύριο θα φύγουμε, θα πάμε στο Δερβένι),
-Να πολεμήμε, νέγγουντε, του Δράμαλη τ' ασκέρι
(να πλεμήσουμε, πάμε του Δράμαλη τ' ασκέρι)
Πουρτέσε ενέγκοϊ ο Νιτσηταρά, κίσου ο Κολοκοτρώνης
(Πρώτος πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης)
τσαι παρακίσου οι Τσάκωνε με τουρ Άγιο-πετρίτε
(και παραπίσω οι Τσάκωνες με τους Άγιο-πετρίτες).
Ντζιντάει το καριοφίλι τάνου τα διάσελα
(Βροντά το καριοφίλι πάνω στα διάσελα).
Α Έωνα να φυλάει τα Τσακονόπου'α
(Η Έλωνα τα φυλάει τα Τσακονόπουλα)



"Εσείς χελιδονάκια μου, που πάτε στον αέρα
δώστε μαντάτα στο βοριά σ' όλα τα βιλαέτια,
πάτησαν τη Μονεμβασιά, σε πέντε-δέκα μέρες
θα 'ρθουν τα τσακωνόπουλα κι ο καπετάν Γεωργάκης
να δεις πραστιώτικο σπαθί, τσακώνικο ντουφέκι "