Σου ειπα μανα
Σού ειπα μάνα, καλή μου μάνα
Σού ειπα μάνα, πάντρεψέ με
Σού ειπα μάνα, πάντρεψέ με
Σπιτονοικοκύρεψέ με
Και στα ξένα, καλή μου μάνα
Και στα ξένα μη με δώσεις
Και στα ξένα μη με δώσεις,
Μάνα θα το μετανιώσεις
Για' στα ξένα, καλή μου μάνα
Για' στα ξένα θ' αρρωστήσω
Για' στα ξένα θ' αρρωστήσω,
Μάνα θα πρωτομιλήσω.
Θα μιλήσω, καλή μου μάνα
Θα μιλήσω της κουνιάδας
Θα μιλήσω της κουνιάδας,
Και της πρώτης συννυφάδας
Θα μου πουν, καλή μου μάνα
Θα μου πουν πως δεν αδειάζω
Θα μου πουν πως δεν αδειάζω,
Και θα βαριαναστενάζω
Και θα στείλω, καλή μου μάνα
Και θα στείλω να σε φέρω
Και θα στείλω να σε φέρω,
Και δεν ξέρω που θα σ' εύρω
Η στον ποταμό, καλή μου κόρη
Η στον ποταμό θα πλένω,
Η στον ποταμό θα πλένω,
Η στη βρύση θα λευκαίνω.
Απατζά το Μαραθία
Απατζά, τσυρά Μαρούα Απέναντι, κυρά Μαρία
Απατζά το Μαραθία Απέναντι στο Μαραθιά
Απατζά το Μαραθία Απέναντι στο Μαραθιά
Τσ' ακατούσε τάν Ελία κι αποκάτω στην ελιά
Τσ' ακατούσε τάν Ελία κι αποκάτω στην ελιά
εξεχάτσε ταν κουνία εξέχασε τη στάμνα
Ζατσ' ο βού, τσυρά Μαρούα πήγε το βόδι, κυρά - Μαρία
Ζατσ' ο βού ταν Ελία πήγε το βόδι στην ελιά
Ζατσ' ο βού ταν Ελία πήγε το βόδι στην ελιά
Τα' εκατσούτσε ταν κουνία κι έσπασε τη στάμνα
Τσίντα βου', τσυρά Μαρούα Οδύρεται σκούζοντας η κυρά Μαρία,
Τ'σίντα, βούα α κακομοίρα Οδύρεται, σκούζει η κακομοίρα
'πού να ζάει τα μετσύα πώς να πάει στη μυτριά
'πι θα νι κιάσει με ταν πράνα που θα την πιάσει με την πράνα (κόπανο)
να νι ποι' όα κουβάνα να την κάνει κατάμαυρη (απ' το ξύλο).
Μια λυγερή
"Μια λυγερή καθότανε στον έλατο στη σέλα
και αγνάντευε την Τσακωνιά και του Πραστού το ρέμα,
την πήρε το παράπονο και κάθεται και κλαίει
και λέει τραγούδι θλιβερό και παραπονεμένο.
Πραστέ μου πού 'ναι οι πύργοι σου και πού 'ναι η αρχοντιά σου;"
Του δραμαλη
"Πουάντζα, 'πέτε, νέγγουντε, τθα Τσακονιά τα μέρη"
(Πουλάκια, πετάτε, ελάτε, στης Τσακονιάς τα μέρη).
'αλήτε χαιρεκίσματα οτσ' έμε τθο Τσιμπέρι
(να πήτε χαιρετίσματα ότ' είμαστε στο Κιβέρι):
-Τα σύνταχα θα φύτσουμε, θα ζάμε τθο Ντερβένι
(αύριο θα φύγουμε, θα πάμε στο Δερβένι),
-Να πολεμήμε, νέγγουντε, του Δράμαλη τ' ασκέρι
(να πλεμήσουμε, πάμε του Δράμαλη τ' ασκέρι)
Πουρτέσε ενέγκοϊ ο Νιτσηταρά, κίσου ο Κολοκοτρώνης
(Πρώτος πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης)
τσαι παρακίσου οι Τσάκωνε με τουρ Άγιο-πετρίτε
(και παραπίσω οι Τσάκωνες με τους Άγιο-πετρίτες).
Ντζιντάει το καριοφίλι τάνου τα διάσελα
(Βροντά το καριοφίλι πάνω στα διάσελα).
Α Έωνα να φυλάει τα Τσακονόπου'α
(Η Έλωνα τα φυλάει τα Τσακονόπουλα)
"Εσείς χελιδονάκια μου, που πάτε στον αέρα
δώστε μαντάτα στο βοριά σ' όλα τα βιλαέτια,
πάτησαν τη Μονεμβασιά, σε πέντε-δέκα μέρες
θα 'ρθουν τα τσακωνόπουλα κι ο καπετάν Γεωργάκης
να δεις πραστιώτικο σπαθί, τσακώνικο ντουφέκι "